-
1 просить
просить 1) ζητώ, παρακαλώ· \просить разрешения ζητώ άδεια* \просить извинения ζητώ συγνώμη· 2) (пригласить) προσκαλώ· прошу вас! σας παρακαλώ!* * *1) ζητώ, παρακαλώпроси́ть разреше́ния — ζητώ άδεια
проси́тьизвине́ния — ζητώ συγνώμη
2) ( пригласить) προσκαλώпрошу́ вас! — σας παρακαλώ!
-
2 извинение
извинение с η συγνώμη, η συγχώρηση приношу \извинениея ζητώ συγνώμη* * *сη συγνώμη, η συγχώρησηприношу́ извине́ния — ζητώ συγνώμη
-
3 прощение
прощение с η συγχώρηση, η συγνώμη* просить \прощениея ζητώ συγνώμη* * *сη συγχώρηση, η συγνώμηпроси́ть проще́ния — ζητώ συγνώμη
-
4 перед
перед (передо ) 1) (о месте) μπροστά· \перед домом μπροστά στο σπίτι 2) (о времени) πριν, προ· \перед тем, как πριν να...· \перед обедом πριν από το γεύμα 3) (по отношению к) προς, μπροστά· преклоняться \перед героем υποκλίνομαι μπροστά στον ήρωα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγνώμη από κάποιον* * *1) ( о месте) μπροστάпе́ред до́мом — μπροστά στο σπίτι
2) ( о времени) πριν, προпе́ред тем, как — πριν να…
пе́ред обе́дом — πριν από το γεύμα
3) ( по отношению к) προς, μπροστάпреклоня́ться пе́ред геро́ем — υποκλίνομαι μπροστά στον ήρωα
извини́ться пе́ред кем-л. — ζητώ συγνώμη από κάποιον
-
5 извинить
извинить, извинять συγχωρώ извините! συγνώμη!, με συγχωρείτε! \извиниться ζητώ συγνώμη* * *= извинятьизвини́те! — συγνώμη!, με συγχωρείτε!
-
6 извиниться
= извиняться
См. также в других словарях:
συγγνώμη — συγγνώμη, η και συγνώμη, η 1. συγχώρηση, άφεση παραπτώματος: Σου ζητώ συγνώμη για το κακό που σου έκανα. 2. «Συγνώμη», με συγχωρείτε: Συγνώμη, να περάσω! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαιτώ — (AM ἐξαιτῶ, έω) μέσ. ἐξαιτοῡμαι ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾱσιν ἡμῑν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.) αρχ. 1. ζητώ ή απαιτώ κάτι 2. ζητώ σε γάμο 3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια… … Dictionary of Greek
παρίημι — Α 1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι 2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια 3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι 4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ ἐάσω», Σοφ.) 5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ… … Dictionary of Greek
(ε)ξηγώ — (ε)ξήγησα, (ε)ξηγήθηκα, (ε)ξηγημένος, μτβ. 1. κάνω κάτι καταληπτό, αναπτύσσω, διασαφηνίζω: Δεν εξήγησε τους λόγους της παραίτησής του. 2. εκθέτω τα αίτια γεγονότος ή φαινομένου, αιτιολογώ: Να μας εξηγήσετε την έκλειψη του ήλιου. 3. ορίζω την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσπέφτω — πρόσπεσα, πέφτω στα πόδια κάποιου, τον παρακαλώ, ζητώ συγνώμη: Μήτε πρόσπεσα στον ίσκιο σου και για να σου δεηθώ (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… … Dictionary of Greek
Modern Greek — (Νέα) Eλληνικά (Nea) Elliniká Spoken in … Wikipedia